- ἐμφορτίζομαι
- ἐμφορτ-ίζομαι, [voice] Med., = sq., metaph.,A
πολὺν τῇ γαστρὶ κόρον Onos. 12.2
.II [voice] Pass., to be laden, ἱκανῶς ἐμπεφορτισμένος Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.98.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολὺν τῇ γαστρὶ κόρον Onos. 12.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφορτίζομαι — ἐμφορτίζομαι (AM) 1. δέχομαι, παίρνω ως φορτίο, αναδέχομαι, φορτώνομαι 2. υπερπληρώνομαι, υπερφορτώνομαι … Dictionary of Greek
ἐμφορτισάμενος — ἐμφορτίζομαι to be laden aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)